καταλυτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταλυτής < ελληνιστική κοινή καταλυτής < αρχαία ελληνική καταλύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταλυτής αρσενικό
- κάποιος που καταλύει, που καταστρέφει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταλυτής