καταλύτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταλύτρα θηλυκό
- θηλυκό του καταλύτης, αυτή που συμβάλλει στην επιτάχυνση μιας διεργασίας
- ※ Κὶ ἂν αὐξάνῃ καὶ γίνεται ὡραῖο, / εἶναι ἡ γόνιμη ὁρμή του / ποὺ θὰ γίνῃ ἡ σκληρὴ καταλύτρα. (Μαρία Πολυδούρη, Ὁ πόθος τῆς ζωῆς)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταλύτρα
|