καταλύτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταλύτρα οι καταλύτρες
      γενική της καταλύτρας των καταλυτρών
    αιτιατική την καταλύτρα τις καταλύτρες
     κλητική καταλύτρα καταλύτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταλύτρα < καταλύτης + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταλύτρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]