καταμήνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταμήνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταμήνιος < αρχαία ελληνική καταμήνια < κατα- + μήν + -ιος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.taˈmi.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐μή‐νι‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
καταμήνιος, -α, -ο
- (λόγιο) έμμηνος
- (λόγιο) (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τα καταμήνια: η εμμηνορρυσία, η εμμηνόρροια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταμήνιος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ καταμήνιος | τὸ καταμήνιον | οἱ, αἱ καταμήνιοι | τὰ καταμήνια |
Γενική | τοῦ, τῆς καταμηνίου | τοῦ καταμηνίου | τῶν καταμηνίων | τῶν καταμηνίων |
Δοτική | τῷ, τῇ καταμηνίῳ | τῷ καταμηνίῳ | τοῖς, ταῖς καταμηνίοις | τοῖς καταμηνίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν καταμήνιον | τὸ καταμήνιον | τοὺς, τὰς καταμηνίους | τὰ καταμήνια |
Κλητική | καταμήνιε | καταμήνιον | καταμήνιοι | καταμήνια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | καταμηνίω | |||
Γενική-Δοτική | καταμηνίοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταμήνιος < αρχαία ελληνική τὰ καταμήνι(α) (πληθυντικός) + -ος < κατα- + μήν + -ιος
Επίθετο[επεξεργασία]
καταμήνιος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- μισθωμένος κατά μήνα
- έμμηνος, που σχετίζεται με την εμμηνόρροια
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις κατά και μήν
Πηγές[επεξεργασία]
- καταμήνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)