καταμήνυσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταμήνυσις < ελληνιστική κοινή καταμήνυσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταμήνυσις θηλυκό

  1. πληροφορία
     συνώνυμα: καταμήνυμα
  2. (νομικός όρος) η καταμήνυση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταμήνυσῐς αἱ καταμηνύσεις
      γενική τῆς καταμηνύσεως τῶν καταμηνύσεων
      δοτική τῇ καταμηνύσει ταῖς καταμηνύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καταμήνυσῐν τὰς καταμηνύσεις
     κλητική ! καταμήνυσῐ καταμηνύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταμηνύσει
γεν-δοτ τοῖν  καταμηνυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταμήνυσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταμηνύ(ω) + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταμήνυσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]