καταμαράν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καταμαράν αγώνων
ελληνικά επιβατηγά καταμαράν στον Πειραιά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταμαράν < (άμεσο δάνειο) αγγλική catamaran ταμίλ கட்ட (katta), δένω + மரம் (maram), ξύλο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ta.maˈɾan/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταμαράν ουδέτερο άκλιτο


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]