καταμερίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταμερίζω < αρχαία ελληνική καταμερίζω < κατά + μερίζω < μέρος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ta.meˈɾi.zo/
Ρήμα[επεξεργασία]
καταμερίζω (παθητική φωνή: καταμερίζομαι)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- καταμερισμός
- → δείτε τη λέξη μέρος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταμερίζω | καταμέριζα | θα καταμερίζω | να καταμερίζω | καταμερίζοντας | |
β' ενικ. | καταμερίζεις | καταμέριζες | θα καταμερίζεις | να καταμερίζεις | καταμέριζε | |
γ' ενικ. | καταμερίζει | καταμέριζε | θα καταμερίζει | να καταμερίζει | ||
α' πληθ. | καταμερίζουμε | καταμερίζαμε | θα καταμερίζουμε | να καταμερίζουμε | ||
β' πληθ. | καταμερίζετε | καταμερίζατε | θα καταμερίζετε | να καταμερίζετε | καταμερίζετε | |
γ' πληθ. | καταμερίζουν(ε) | καταμέριζαν καταμερίζαν(ε) |
θα καταμερίζουν(ε) | να καταμερίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταμέρισα | θα καταμερίσω | να καταμερίσω | καταμερίσει | ||
β' ενικ. | καταμέρισες | θα καταμερίσεις | να καταμερίσεις | καταμέρισε | ||
γ' ενικ. | καταμέρισε | θα καταμερίσει | να καταμερίσει | |||
α' πληθ. | καταμερίσαμε | θα καταμερίσουμε | να καταμερίσουμε | |||
β' πληθ. | καταμερίσατε | θα καταμερίσετε | να καταμερίσετε | καταμερίστε | ||
γ' πληθ. | καταμέρισαν καταμερίσαν(ε) |
θα καταμερίσουν(ε) | να καταμερίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταμερίσει | είχα καταμερίσει | θα έχω καταμερίσει | να έχω καταμερίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταμερίσει | είχες καταμερίσει | θα έχεις καταμερίσει | να έχεις καταμερίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταμερίσει | είχε καταμερίσει | θα έχει καταμερίσει | να έχει καταμερίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταμερίσει | είχαμε καταμερίσει | θα έχουμε καταμερίσει | να έχουμε καταμερίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταμερίσει | είχατε καταμερίσει | θα έχετε καταμερίσει | να έχετε καταμερίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταμερίσει | είχαν καταμερίσει | θα έχουν καταμερίσει | να έχουν καταμερίσει |
|