καταμερίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταμερίζω < αρχαία ελληνική καταμερίζω < κατά + μερίζω < μέρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ta.meˈɾi.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

καταμερίζω (παθητική φωνή: καταμερίζομαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]