καταμηνύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταμηνύω < αρχαία ελληνική καταμηνύω
Ρήμα[επεξεργασία]
καταμηνύω (παθητική φωνή: καταμηνύομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καταμήνυση
- → δείτε τις λέξεις κατά και μηνύω