καταμόναχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.taˈmo.na.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐μό‐να‐χος
Επίθετο[επεξεργασία]
καταμόναχος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) εντελώς μόνος
- ※ Σαν πέθανε η γυναίκα του έμεινε καταμόναχος. (Ηλίας Βενέζης Θεώνιχος και Μνησαρέτη [διήγημα])
- ≈ συνώνυμα: κατάμονος, ολομόναχος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταμόναχος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- καταμόναχος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (νέα ελληνικά)
- Επιτατικά επίθετα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)