καταμόναχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταμόναχος η καταμόναχη το καταμόναχο
      γενική του καταμόναχου της καταμόναχης του καταμόναχου
    αιτιατική τον καταμόναχο την καταμόναχη το καταμόναχο
     κλητική καταμόναχε καταμόναχη καταμόναχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταμόναχοι οι καταμόναχες τα καταμόναχα
      γενική των καταμόναχων των καταμόναχων των καταμόναχων
    αιτιατική τους καταμόναχους τις καταμόναχες τα καταμόναχα
     κλητική καταμόναχοι καταμόναχες καταμόναχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταμόναχος < κατα- + μοναχός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.taˈmo.na.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐μό‐να‐χος

Επίθετο[επεξεργασία]

καταμόναχος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]