κατανάλωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κατανᾱλωσι- κατανᾱλωσε-
ονομαστική κατανάλωσῐς αἱ καταναλώσεις
      γενική τῆς καταναλώσεως τῶν καταναλώσεων
      δοτική τῇ καταναλώσει ταῖς καταναλώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατανάλωσῐν τὰς καταναλώσεις
     κλητική ! κατανάλωσῐ καταναλώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταναλώσει
γεν-δοτ τοῖν  καταναλωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατανάλωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταναλίσκω, καταναλω- + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατανάλωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]