κατανάλωσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
κατανᾱλωσι- κατανᾱλωσε- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | κατανάλωσῐς | αἱ | καταναλώσεις | ||||
γενική | τῆς | καταναλώσεως | τῶν | καταναλώσεων | ||||
δοτική | τῇ | καταναλώσει | ταῖς | καταναλώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κατανάλωσῐν | τὰς | καταναλώσεις | ||||
κλητική ὦ! | κατανάλωσῐ | καταναλώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταναλώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καταναλωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατανάλωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταναλίσκω, καταναλω- + -σις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατανάλωσις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) το ξόδεμα, η κατανάλωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καταναλωτέος
- κατανάλωτος
- → και δείτε τα αρχαία καταναλίσκω και ἀνάλωσις
Πηγές[επεξεργασία]
- κατανάλωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα κατ- (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -σις (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)