καταναλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταναλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταναλώνω, καταναλώνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
καταναλωμένος, -η, -ο
- που έχει καταναλωθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταναλωμένος
|