καταναλωτισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταναλωτισμός οι καταναλωτισμοί
      γενική του καταναλωτισμού των καταναλωτισμών
    αιτιατική τον καταναλωτισμό τους καταναλωτισμούς
     κλητική καταναλωτισμέ καταναλωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταναλωτισμός < καταναλωτής + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική consumerism)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταναλωτισμός αρσενικό

  1. η οικονομική και κοινωνική τάση που προάγει την υπερβολική κατανάλωση, δηλαδή την κατανάλωση μη αναγκαίων αγαθών ή απαραίτητων μεν, αλλά σε μη αναγκαίες ποσότητες
  2. οικονομική θεωρία που εισηγείται την υπερκατανάλωση ως τρόπο ενίσχυσης της παραγωγής και της ανάπτυξης της οικονομίας ενός έθνους

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]