κατανεμηθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

κατανεμηθείς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατανεμηθείς

Μετοχή[επεξεργασία]

κατανεμηθείς, -είσα, -έν

Κλίση[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατανεμηθείς η κατανεμηθείσα το κατανεμηθέν
      γενική του κατανεμηθέντος
κατανεμηθέντα1
της κατανεμηθείσας
κατανεμηθείσης*
του κατανεμηθέντος
    αιτιατική τον κατανεμηθέντα την κατανεμηθείσα το κατανεμηθέν
     κλητική κατανεμηθείς κατανεμηθείσα κατανεμηθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατανεμηθέντες οι κατανεμηθείσες τα κατανεμηθέντα
      γενική των κατανεμηθέντων των κατανεμηθεισών των κατανεμηθέντων
    αιτιατική τους κατανεμηθέντες τις κατανεμηθείσες τα κατανεμηθέντα
     κλητική κατανεμηθέντες κατανεμηθείσες κατανεμηθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

κατανεμηθείς: κλιτικός τύπος

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κατανεμηθείς



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατανεμηθείς ελληνιστική κοινή μετοχή για την αρχαία ελληνική κατανέμω

Μετοχή[επεξεργασία]

κατανεμηθείς, -εῖσα, -έν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κατανεμηθείς κατανεμηθεῖσ τὸ κατανεμηθέν
      γενική τοῦ κατανεμηθέντος τῆς κατανεμηθείσης τοῦ κατανεμηθέντος
      δοτική τῷ κατανεμηθέντ τῇ κατανεμηθείσ τῷ κατανεμηθέντ
    αιτιατική τὸν κατανεμηθέντ τὴν κατανεμηθεῖσᾰν τὸ κατανεμηθέν
     κλητική ! κατανεμηθείς κατανεμηθεῖσ κατανεμηθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κατανεμηθέντες αἱ κατανεμηθεῖσαι τὰ κατανεμηθέντ
      γενική τῶν κατανεμηθέντων τῶν κατανεμηθεισῶν τῶν κατανεμηθέντων
      δοτική τοῖς κατανεμηθεῖσῐ(ν) ταῖς κατανεμηθείσαις τοῖς κατανεμηθεῖσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς κατανεμηθέντᾰς τὰς κατανεμηθείσᾱς τὰ κατανεμηθέντ
     κλητική ! κατανεμηθέντες κατανεμηθεῖσαι κατανεμηθέντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κατανεμηθέντε τὼ κατανεμηθείσ τὼ κατανεμηθέντε
      γεν-δοτ τοῖν κατανεμηθέντοιν τοῖν κατανεμηθείσαιν τοῖν κατανεμηθέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυθείς' όπως «λυθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές