κατανοητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατανοητός < κατανοώ + -τός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική compréhensible)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ta.no.iˈtos/
Επίθετο[επεξεργασία]
κατανοητός, -ή, -ό
- που είναι δυνατόν να τον κατανοήσουμε
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κατανοητόν; : έγινε κατανοητό; το κατάλαβες; μπήκες;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατανοητός