κατανόηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ta.'nɔ.i.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατανόηση θηλυκό
- το να καταλαβαίνει κανείς μια κατάσταση
- Για να καταπολεμίσουμε τη κλιματική αλλαγή, είναι απαραίτητη η κατανόηση των αιτιών της.
- το να συμπάσχει κανείς με άλλο άτομο, η συμπάθεια
- Έδειξε κατανόηση για τα προβλήματα της.
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κατανοώ
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κατανόηση στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατανόηση