καταξεριάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταξεριάς αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ζεστός άνεμος που ξεραίνει τα φυτά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταξεριάς
|