καταξηραίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καταξηραίνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος καταξηραίνω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταξηραίνομαι | καταξηραινόμουν(α) | θα καταξηραίνομαι | να καταξηραίνομαι | ||
β' ενικ. | καταξηραίνεσαι | καταξηραινόσουν(α) | θα καταξηραίνεσαι | να καταξηραίνεσαι | (καταξηραίνου) | |
γ' ενικ. | καταξηραίνεται | καταξηραινόταν(ε) | θα καταξηραίνεται | να καταξηραίνεται | ||
α' πληθ. | καταξηραινόμαστε | καταξηραινόμαστε καταξηραινόμασταν |
θα καταξηραινόμαστε | να καταξηραινόμαστε | ||
β' πληθ. | καταξηραίνεστε | καταξηραινόσαστε καταξηραινόσασταν |
θα καταξηραίνεστε | να καταξηραίνεστε | (καταξηραίνεστε) | |
γ' πληθ. | καταξηραίνονται | καταξηραίνονταν καταξηραινόντουσαν |
θα καταξηραίνονται | να καταξηραίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταξηράνθηκα | θα καταξηρανθώ | να καταξηρανθώ | καταξηρανθεί | ||
β' ενικ. | καταξηράνθηκες | θα καταξηρανθείς | να καταξηρανθείς | καταξηράνσου | ||
γ' ενικ. | καταξηράνθηκε | θα καταξηρανθεί | να καταξηρανθεί | |||
α' πληθ. | καταξηρανθήκαμε | θα καταξηρανθούμε | να καταξηρανθούμε | |||
β' πληθ. | καταξηρανθήκατε | θα καταξηρανθείτε | να καταξηρανθείτε | καταξηρανθείτε | ||
γ' πληθ. | καταξηράνθηκαν καταξηρανθήκαν(ε) |
θα καταξηρανθούν(ε) | να καταξηρανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταξηρανθεί | είχα καταξηρανθεί | θα έχω καταξηρανθεί | να έχω καταξηρανθεί | καταξηρασμένος | |
β' ενικ. | έχεις καταξηρανθεί | είχες καταξηρανθεί | θα έχεις καταξηρανθεί | να έχεις καταξηρανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταξηρανθεί | είχε καταξηρανθεί | θα έχει καταξηρανθεί | να έχει καταξηρανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταξηρανθεί | είχαμε καταξηρανθεί | θα έχουμε καταξηρανθεί | να έχουμε καταξηρανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταξηρανθεί | είχατε καταξηρανθεί | θα έχετε καταξηρανθεί | να έχετε καταξηρανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταξηρανθεί | είχαν καταξηρανθεί | θα έχουν καταξηρανθεί | να έχουν καταξηρανθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταξηραίνομαι
|