καταπέλτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπέλτης < αρχαία ελληνική καταπέλτης, άλλη γραφή του καταπάλτης < κατά + πάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταπέλτης αρσενικό
- πολεμικό μηχάνημα που εκσφενδονίζει βλήματα σε μεγάλη απόσταση
- (μεταφορικά) αυτός που συντρίβει τον αντίπαλό του σε διάλογο ή δίκη με τα επιχειρήματά του ή τις κατηγορίες που του απευθύνει
- Καταπέλτης ο ιατροδικαστής για το θάνατο του καρδιοπαθούς (εφημερίδα ΕΘΝΟΣ On Line, 16/7/2014)