καταπέλτης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταπέλτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταπέλτης, άλλη γραφή του καταπάλτης < → δείτε τις λέξεις κατά και πάλλω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.taˈpel.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐πέλ‐της
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταπέλτης αρσενικό
- (ιστορία, οπλισμός) πολεμικό μηχάνημα που εκσφενδονίζει βλήματα σε μεγάλη απόσταση
- (μεταφορικά) αυτός που συντρίβει τον αντίπαλό του σε διάλογο ή δίκη με τα επιχειρήματά του ή τις κατηγορίες που του απευθύνει
- ※ Καταπέλτης ο ιατροδικαστής για το θάνατο του καρδιοπαθούς (εφημερίδα Έθνος On Line, 16/7/2014 @ethnos.gr)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταπέλτης
Πηγές
[επεξεργασία]- καταπέλτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καταπέλτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | καταπέλτης | οἱ | καταπέλται |
| γενική | τοῦ | καταπέλτου | τῶν | καταπελτῶν |
| δοτική | τῷ | καταπέλτῃ | τοῖς | καταπέλταις |
| αιτιατική | τὸν | καταπέλτην | τοὺς | καταπέλτᾱς |
| κλητική ὦ! | καταπέλτᾰ | καταπέλται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταπέλτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταπέλταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταπέλτης, -ου αρσενικό
- άλλη μορφή του καταπάλτης
Πηγές
[επεξεργασία]- καταπέλτης, καταπάλτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Οπλισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση της ομάδας 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως τα -ης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)