καταπέμπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπέμπω < αρχαία ελληνική καταπέμπω < κατά + πέμπω
Ρήμα[επεξεργασία]
καταπέμπω
- (αρχαιοπρεπές) μεταφέρω κάτι προς τα κάτω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταπέμπω
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπέμπω < αρχαία ελληνική καταπέμπω < κατά + πέμπω
Ρήμα[επεξεργασία]
καταπέμπω
- απελπίζω
- (μεταφορικά) στέλνω κάποιον στον Άδη
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)