καταπίνω τη γλώσσα μου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταπίνω τη γλώσσα μου < → δείτε τις λέξεις καταπίνω και γλώσσα

Έκφραση[επεξεργασία]

καταπίνω τη γλώσσα μου

  • σταματάω να μιλάω από ντροπή, μετανιώνω που μίλησα ή που μίλησα για κακό που τελικά πραγματοποιήθηκε
    Τι το 'θελα και μίλησα, γιατί τον κακομελέτησα; Δεν κατάπινα τη γλώσσα μου! Δεν το ήξερα ότι ο άνθρωπος είναι στο νοσοκομείο.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]