καταπαύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καταπαύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταπαύω
- θα καταπαύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταπαύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
καταπαύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού{{#if:|{{#if:|{{#if:| ({{λ|{{{χ+|||{Πρότυπο:χ+)| ([[|]])|}}}} του κατάπαυση