καταπαύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταπαύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καταπαύω < (κατά, κατα- + παύω) και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική cesser[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.taˈpa.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐παύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταπαύω, αόρ.: κατέπαυσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη παύω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταπαύω < κατα- + παύω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταπαύω

Πηγές[επεξεργασία]