καταπιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου. Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + πιασμένος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ta.pçaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐πια‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
καταπιασμένος, -η, -ο
- μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος καταπιάνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταπιασμένος
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
καταπιασμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταπιάνω
Πηγές[επεξεργασία]
- καταπιάνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Μετοχές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)