καταπιστευματοδόχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η καταπιστευματοδόχος οι καταπιστευματοδόχοι
      γενική του/της καταπιστευματοδόχου των καταπιστευματοδόχων
    αιτιατική τον/την καταπιστευματοδόχο τους/τις καταπιστευματοδόχους
     κλητική καταπιστευματοδόχε καταπιστευματοδόχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταπιστευματοδόχος < καταπίστευμα + -δόχος (<δέχομαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταπιστευματοδόχος αρσενικό ή θηλυκό

  • (νομικός όρος) είναι το πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) στο οποίο μεταβιβάζεται μια περιουσία ή ένα αντικείμενο από ένα ιδιοκτήτη (διαθέτης) προς την αποκόμιση οφελών του τελευταίου ή τρίτου προσώπου (δικαιούχος)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]