καταπλήττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταπλήττω < αρχαία ελληνική καταπλήττω < κατά + πλήσσω / πλήττω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₂k- (πλήττω, χτυπώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.taˈpli.to/

Ρήμα[επεξεργασία]

καταπλήττω (παθητική φωνή: καταπλήττομαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]