καταπληγώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταπληγώνω < μεσαιωνική ελληνική καταπληγώνω < κατά + πληγώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

καταπληγώνω (παθητική φωνή: καταπληγώνομαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]