καταπλύνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπλύνομαι < αρχαία ελληνική πλύνω, κατά + πλύνομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
καταπλύνομαι έχω ξεπλυθεί
μεταφορικά[επεξεργασία]
- «νυνὶ δὲ καταπέπλυται τὸ πρᾶγμα, καὶ τὸ στεφανοῦν ἐξ ἔθους, ἀλλ' οὐκ ἐκ προνοίας ποιεῖσθε».[1] έχει εξευτελιστεί, εξέπεσε η υπόληψη, κατάντησε ευτελές
- Υπέρ Κτησιφώντος περί του στεφάνου στη Βικιπαίδεια Υπέρ Κτησιφώντος περί του στεφάνου