καταποδιαστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
καταποδιαστός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καταποδιαστά
- → δείτε τη λέξη καταπόδας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταποδιαστός
|