καταπολεμώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταπολεμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταπολεμῶ, συνηρημένος τύπος του καταπολεμέω (εξαντλώ από τον πόλεμο) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική combattre.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κατα- + πολεμώ. Δείτε και καταπολεμάω.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.po.leˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐πο‐λε‐μώ
Ρήμα
[επεξεργασία]καταπολεμώ, -είς, -εί..., αόρ.: καταπολέμησα, παθ.φωνή: καταπολεμούμαι, π.αόρ.: καταπολεμήθηκα, μτχ.π.π.: καταπολεμημένος
καταπολεμώ/καταπολεμάω, -άς, -άει..., αόρ.: καταπολέμησα, παθ.φωνή: καταπολεμιέμαι, π.αόρ.: καταπολεμήθηκα, μτχ.π.π.: καταπολεμημένος
- εξουδετερώνω κάποιον ή κάτι επικίνδυνο, αντιμετωπίζοντάς το(ν) με δραστικό τρόπο
- ⮡ η κυβέρνηση αγωνίζεται να καταπολεμήσει την κερδοσκοπία
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη πολεμάω
Κλίση
[επεξεργασία]Κλίση -ώ, -ούμαι
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταπολεμώ | καταπολεμούσα | θα καταπολεμώ | να καταπολεμώ | καταπολεμώντας | |
β' ενικ. | καταπολεμείς | καταπολεμούσες | θα καταπολεμείς | να καταπολεμείς | ||
γ' ενικ. | καταπολεμεί | καταπολεμούσε | θα καταπολεμεί | να καταπολεμεί | ||
α' πληθ. | καταπολεμούμε | καταπολεμούσαμε | θα καταπολεμούμε | να καταπολεμούμε | ||
β' πληθ. | καταπολεμείτε | καταπολεμούσατε | θα καταπολεμείτε | να καταπολεμείτε | καταπολεμείτε | |
γ' πληθ. | καταπολεμούν(ε) | καταπολεμούσαν(ε) | θα καταπολεμούν(ε) | να καταπολεμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταπολέμησα | θα καταπολεμήσω | να καταπολεμήσω | καταπολεμήσει | ||
β' ενικ. | καταπολέμησες | θα καταπολεμήσεις | να καταπολεμήσεις | καταπολέμησε | ||
γ' ενικ. | καταπολέμησε | θα καταπολεμήσει | να καταπολεμήσει | |||
α' πληθ. | καταπολεμήσαμε | θα καταπολεμήσουμε | να καταπολεμήσουμε | |||
β' πληθ. | καταπολεμήσατε | θα καταπολεμήσετε | να καταπολεμήσετε | καταπολεμήστε | ||
γ' πληθ. | καταπολέμησαν καταπολεμήσαν(ε) |
θα καταπολεμήσουν(ε) | να καταπολεμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταπολεμήσει | είχα καταπολεμήσει | θα έχω καταπολεμήσει | να έχω καταπολεμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταπολεμήσει | είχες καταπολεμήσει | θα έχεις καταπολεμήσει | να έχεις καταπολεμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταπολεμήσει | είχε καταπολεμήσει | θα έχει καταπολεμήσει | να έχει καταπολεμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταπολεμήσει | είχαμε καταπολεμήσει | θα έχουμε καταπολεμήσει | να έχουμε καταπολεμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταπολεμήσει | είχατε καταπολεμήσει | θα έχετε καταπολεμήσει | να έχετε καταπολεμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταπολεμήσει | είχαν καταπολεμήσει | θα έχουν καταπολεμήσει | να έχουν καταπολεμήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταπολεμούμαι | καταπολεμούμουν | θα καταπολεμούμαι | να καταπολεμούμαι | ||
β' ενικ. | καταπολεμείσαι | καταπολεμούσουν | θα καταπολεμείσαι | να καταπολεμείσαι | ||
γ' ενικ. | καταπολεμείται | καταπολεμούνταν | θα καταπολεμείται | να καταπολεμείται | ||
α' πληθ. | καταπολεμούμαστε | καταπολεμούμασταν καταπολεμούμαστε |
θα καταπολεμούμαστε | να καταπολεμούμαστε | ||
β' πληθ. | καταπολεμείστε | καταπολεμούσασταν καταπολεμούσαστε |
θα καταπολεμείστε | να καταπολεμείστε | καταπολεμείστε | |
γ' πληθ. | καταπολεμούνται | καταπολεμούνταν | θα καταπολεμούνται | να καταπολεμούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταπολεμήθηκα | θα καταπολεμηθώ | να καταπολεμηθώ | καταπολεμηθεί | ||
β' ενικ. | καταπολεμήθηκες | θα καταπολεμηθείς | να καταπολεμηθείς | καταπολεμήσου | ||
γ' ενικ. | καταπολεμήθηκε | θα καταπολεμηθεί | να καταπολεμηθεί | |||
α' πληθ. | καταπολεμηθήκαμε | θα καταπολεμηθούμε | να καταπολεμηθούμε | |||
β' πληθ. | καταπολεμηθήκατε | θα καταπολεμηθείτε | να καταπολεμηθείτε | καταπολεμηθείτε | ||
γ' πληθ. | καταπολεμήθηκαν καταπολεμηθήκαν(ε) |
θα καταπολεμηθούν(ε) | να καταπολεμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταπολεμηθεί | είχα καταπολεμηθεί | θα έχω καταπολεμηθεί | να έχω καταπολεμηθεί | καταπολεμημένος | |
β' ενικ. | έχεις καταπολεμηθεί | είχες καταπολεμηθεί | θα έχεις καταπολεμηθεί | να έχεις καταπολεμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταπολεμηθεί | είχε καταπολεμηθεί | θα έχει καταπολεμηθεί | να έχει καταπολεμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταπολεμηθεί | είχαμε καταπολεμηθεί | θα έχουμε καταπολεμηθεί | να έχουμε καταπολεμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταπολεμηθεί | είχατε καταπολεμηθεί | θα έχετε καταπολεμηθεί | να έχετε καταπολεμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταπολεμηθεί | είχαν καταπολεμηθεί | θα έχουν καταπολεμηθεί | να έχουν καταπολεμηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καταπολεμημένος - είμαστε, είστε, είναι καταπολεμημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καταπολεμημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καταπολεμημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καταπολεμημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καταπολεμημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καταπολεμημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καταπολεμημένοι |
Κλίση -άω/ώ, -ιέμαι
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταπολεμάω - καταπολεμώ | καταπολεμούσα - καταπολέμαγα | θα καταπολεμάω - καταπολεμώ | να καταπολεμάω - καταπολεμώ | καταπολεμώντας | |
β' ενικ. | καταπολεμάς | καταπολεμούσες - καταπολέμαγες | θα καταπολεμάς | να καταπολεμάς | καταπολέμα - καταπολέμαγε | |
γ' ενικ. | καταπολεμάει - καταπολεμά | καταπολεμούσε - καταπολέμαγε | θα καταπολεμάει - καταπολεμά | να καταπολεμάει - καταπολεμά | ||
α' πληθ. | καταπολεμάμε - καταπολεμούμε | καταπολεμούσαμε - καταπολεμάγαμε | θα καταπολεμάμε - καταπολεμούμε | να καταπολεμάμε - καταπολεμούμε | ||
β' πληθ. | καταπολεμάτε | καταπολεμούσατε - καταπολεμάγατε | θα καταπολεμάτε | να καταπολεμάτε | καταπολεμάτε | |
γ' πληθ. | καταπολεμάν(ε) - καταπολεμούν(ε) | καταπολεμούσαν(ε) - καταπολέμαγαν - καταπολεμάγανε | θα καταπολεμάν(ε) - καταπολεμούν(ε) | να καταπολεμάν(ε) - καταπολεμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταπολέμησα | θα καταπολεμήσω | να καταπολεμήσω | καταπολεμήσει | ||
β' ενικ. | καταπολέμησες | θα καταπολεμήσεις | να καταπολεμήσεις | καταπολέμα - καταπολέμησε | ||
γ' ενικ. | καταπολέμησε | θα καταπολεμήσει | να καταπολεμήσει | |||
α' πληθ. | καταπολεμήσαμε | θα καταπολεμήσουμε | να καταπολεμήσουμε | |||
β' πληθ. | καταπολεμήσατε | θα καταπολεμήσετε | να καταπολεμήσετε | καταπολεμήστε | ||
γ' πληθ. | καταπολέμησαν καταπολεμήσαν(ε) |
θα καταπολεμήσουν(ε) | να καταπολεμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταπολεμήσει | είχα καταπολεμήσει | θα έχω καταπολεμήσει | να έχω καταπολεμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταπολεμήσει | είχες καταπολεμήσει | θα έχεις καταπολεμήσει | να έχεις καταπολεμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταπολεμήσει | είχε καταπολεμήσει | θα έχει καταπολεμήσει | να έχει καταπολεμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταπολεμήσει | είχαμε καταπολεμήσει | θα έχουμε καταπολεμήσει | να έχουμε καταπολεμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταπολεμήσει | είχατε καταπολεμήσει | θα έχετε καταπολεμήσει | να έχετε καταπολεμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταπολεμήσει | είχαν καταπολεμήσει | θα έχουν καταπολεμήσει | να έχουν καταπολεμήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταπολεμιέμαι | καταπολεμιόμουν(α) | θα καταπολεμιέμαι | να καταπολεμιέμαι | ||
β' ενικ. | καταπολεμιέσαι | καταπολεμιόσουν(α) | θα καταπολεμιέσαι | να καταπολεμιέσαι | ||
γ' ενικ. | καταπολεμιέται | καταπολεμιόταν(ε) | θα καταπολεμιέται | να καταπολεμιέται | ||
α' πληθ. | καταπολεμιόμαστε | καταπολεμιόμαστε καταπολεμιόμασταν |
θα καταπολεμιόμαστε | να καταπολεμιόμαστε | ||
β' πληθ. | καταπολεμιέστε | καταπολεμιόσαστε καταπολεμιόσασταν |
θα καταπολεμιέστε | να καταπολεμιέστε | καταπολεμιέστε | |
γ' πληθ. | καταπολεμιούνται | καταπολεμιόνταν(ε) καταπολεμιούνταν καταπολεμιόντουσαν |
θα καταπολεμιούνται | να καταπολεμιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταπολεμήθηκα | θα καταπολεμηθώ | να καταπολεμηθώ | καταπολεμηθεί | ||
β' ενικ. | καταπολεμήθηκες | θα καταπολεμηθείς | να καταπολεμηθείς | καταπολεμήσου | ||
γ' ενικ. | καταπολεμήθηκε | θα καταπολεμηθεί | να καταπολεμηθεί | |||
α' πληθ. | καταπολεμηθήκαμε | θα καταπολεμηθούμε | να καταπολεμηθούμε | |||
β' πληθ. | καταπολεμηθήκατε | θα καταπολεμηθείτε | να καταπολεμηθείτε | καταπολεμηθείτε | ||
γ' πληθ. | καταπολεμήθηκαν καταπολεμηθήκαν(ε) |
θα καταπολεμηθούν(ε) | να καταπολεμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταπολεμηθεί | είχα καταπολεμηθεί | θα έχω καταπολεμηθεί | να έχω καταπολεμηθεί | καταπολεμημένος | |
β' ενικ. | έχεις καταπολεμηθεί | είχες καταπολεμηθεί | θα έχεις καταπολεμηθεί | να έχεις καταπολεμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταπολεμηθεί | είχε καταπολεμηθεί | θα έχει καταπολεμηθεί | να έχει καταπολεμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταπολεμηθεί | είχαμε καταπολεμηθεί | θα έχουμε καταπολεμηθεί | να έχουμε καταπολεμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταπολεμηθεί | είχατε καταπολεμηθεί | θα έχετε καταπολεμηθεί | να έχετε καταπολεμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταπολεμηθεί | είχαν καταπολεμηθεί | θα έχουν καταπολεμηθεί | να έχουν καταπολεμηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταπολεμώ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ καταπολεμώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρούμαι»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «αγαπώ»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «αγαπιέμαι»
- Ρήματα με δύο κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)