καταπραϋντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπραϋντικός < καταπραΰνω
Επίθετο[επεξεργασία]
καταπραϋντικός
- που καταπραΰνει