καταπόδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπόδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατὰ πόδα → δείτε και τη λέξη καταπόδας ([[κατά πόδας|κατὰ πόδας}})
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.taˈpo.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐πό‐δα
Επίρρημα[επεξεργασία]
καταπόδα
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του καταπόδας
- άλλες μορφές: καταπόδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταπόδα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
καταπόδα
Πηγές[επεξεργασία]
- καταπόδα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταπόδα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιρρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)