καταπόρφυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπόρφυρος < (ελληνιστική κοινή) καταπόρφυρος < κατά + αρχαία ελληνική πορφύρα
Επίθετο[επεξεργασία]
καταπόρφυρος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταπόρφυρος
|