καταπύγων
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]καταπύγων, -ων, κατάπυγον / καταπῦγον[1], συγκριτικός :καταπυγωνέστερος/καταπυγονέστερος, υπερθετικός : καταπυγονέστατος
- λάγνος, πρόστυχος, αχρείος, ασελγής, κίναιδος
- ※ 6ος πκε αιώνας, Επιγραφή από τον Τριπόταμο της Τήνου. IG XII,5. @epigraphy.packhum.org
- Πυρίης Ἀκήστορος
οἰφόλης
<ἤ>θρησα, καταπύγων.
- Πυρίης Ἀκήστορος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 639 (638-639)
- ταῦτα φροντίζοντί μοι | ἐκ δεξιᾶς ἐπέπαρδε καταπύγων ἀνήρ.
- Την ώρα που αυτά κλωθογύριζα, απ᾽ τα δεξιά μου αμόλησε πορδή ένας ξεφτίλας πούστης.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ταῦτα φροντίζοντί μοι | ἐκ δεξιᾶς ἐπέπαρδε καταπύγων ἀνήρ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 909
- καταπύγων εἶ κἀναίσχυντος
- Ξετσίπωτος είσαι κι αισχρός…
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- καταπύγων εἶ κἀναίσχυντος
- ※ 6ος πκε αιώνας, Επιγραφή από τον Τριπόταμο της Τήνου. IG XII,5. @epigraphy.packhum.org
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]παράγωγα και σύνθετα
- λακαταπύγων / λακκαταπύγων
- παγκαταπύγων
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- καταπύγων < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου καταπύγων
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καταπύγων | οἱ | καταπύγωνες |
γενική | τοῦ | καταπύγωνος | τῶν | καταπυγώνων |
δοτική | τῷ | καταπύγωνῐ | τοῖς | καταπύγωσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | καταπύγωνᾰ | τοὺς | καταπύγωνᾰς |
κλητική ὦ! | καταπύγων | καταπύγωνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταπύγωνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καταπυγώνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταπύγων αρσενικό
- (στους Αττικούς συγγραφείς) το μεσαίο δάχτυλο ως άσμενη χειρονομία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ουδέτερο επιθέτου: κανονική η μορφή κατάπυγον. όπως σημειώνει το #Λεξικό ΛΣΚ. Μαρτυρείται και ο τύπος καταπῦγον Λεξικό Σούδα @scaife.perseus
Πηγές
[επεξεργασία]- καταπύγων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταπύγων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- τόμος B΄ (Αθήνα 1902), σελ. 648 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'εὐδαίμων' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εὐδαίμων' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ων (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από επιγραφές (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κώδων' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κώδων' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κώδων' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)