καταριανά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καταριανά | ||
γενική | των | καταριανών | ||
αιτιατική | τα | καταριανά | ||
κλητική | καταριανά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταριανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καταριανός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταριανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταριανά
|