καταρροϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταρροϊκός η καταρροϊκή το καταρροϊκό
      γενική του καταρροϊκού της καταρροϊκής του καταρροϊκού
    αιτιατική τον καταρροϊκό την καταρροϊκή το καταρροϊκό
     κλητική καταρροϊκέ καταρροϊκή καταρροϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταρροϊκοί οι καταρροϊκές τα καταρροϊκά
      γενική των καταρροϊκών των καταρροϊκών των καταρροϊκών
    αιτιατική τους καταρροϊκούς τις καταρροϊκές τα καταρροϊκά
     κλητική καταρροϊκοί καταρροϊκές καταρροϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταρροϊκός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

καταρροϊκός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καταρροϊκός καταρροϊκή τὸ καταρροϊκόν
      γενική τοῦ καταρροϊκοῦ τῆς καταρροϊκῆς τοῦ καταρροϊκοῦ
      δοτική τῷ καταρροϊκ τῇ καταρροϊκ τῷ καταρροϊκ
    αιτιατική τὸν καταρροϊκόν τὴν καταρροϊκήν τὸ καταρροϊκόν
     κλητική ! καταρροϊκέ καταρροϊκή καταρροϊκόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καταρροϊκοί αἱ καταρροϊκαί τὰ καταρροϊκᾰ́
      γενική τῶν καταρροϊκῶν τῶν καταρροϊκῶν τῶν καταρροϊκῶν
      δοτική τοῖς καταρροϊκοῖς ταῖς καταρροϊκαῖς τοῖς καταρροϊκοῖς
    αιτιατική τοὺς καταρροϊκούς τὰς καταρροϊκᾱ́ς τὰ καταρροϊκᾰ́
     κλητική ! καταρροϊκοί καταρροϊκαί καταρροϊκᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καταρροϊκώ τὼ καταρροϊκᾱ́ τὼ καταρροϊκώ
      γεν-δοτ τοῖν καταρροϊκοῖν τοῖν καταρροϊκαῖν τοῖν καταρροϊκοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]