Μετάβαση στο περιεχόμενο

καταρτισμένος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταρτισμένος η καταρτισμένη το καταρτισμένο
      γενική του καταρτισμένου της καταρτισμένης του καταρτισμένου
    αιτιατική τον καταρτισμένο την καταρτισμένη το καταρτισμένο
     κλητική καταρτισμένε καταρτισμένη καταρτισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταρτισμένοι οι καταρτισμένες τα καταρτισμένα
      γενική των καταρτισμένων των καταρτισμένων των καταρτισμένων
    αιτιατική τους καταρτισμένους τις καταρτισμένες τα καταρτισμένα
     κλητική καταρτισμένοι καταρτισμένες καταρτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.taɾ.tisˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταρτισμένος

Μετοχή

[επεξεργασία]

καταρτισμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]