κατασκάπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασκάπτω < αρχαία ελληνική κατασκάπτω < κατά + σκάπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
κατασκάπτω (παθητική φωνή: κατασκάπτομαι)
- (λόγιο) άλλη μορφή του κατασκάβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασκάπτω
|