κατασκεύασις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασκεύασις < κατασκευά(ζω) + -σις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατασκεύασις θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα τού κατασκευάζω
- εξοπλισμός
- ※ Καὶ δὴ προσκαλεσάμενοι ὁ κὺρ Ἰωάσαφ λαμβάμονα, ἐμισθώσατο τοῦτον, ὅπως κατασκευάσει ἀνελθεῖν ἐν τῇ πλησίον τοῦ Μετεώρου πέτρα. Πυκτεύσας οὖν πλεῖστα, μόλις Θεοῦ βοηθείας, ἀνῆλθεν· ἔτη ἀπὸ κτίσεως κόσμου ͵ςωϟηʹ. Ἔκτοτε οὖν, μετεκομίσατο τὰς ἐκεῖσε χρείας, καὶ ἀναρτήσας κλίμακα, καὶ καλῳδίοις σκευασάμενος, ἀνήγαγεν τὴν παρακομιδήν. Εἴτα καὶ κατοικίαν ἐδείματο τὴν ἀρκοῦσαν·
- Νεῖλος Σταυρᾶς, Πάτρια, εἴτουν ἐξήγησις πέτρας τῆς λεγομένης Ὑψηλοτέρας, ὅπως δὲ οἰκείσθη καὶ πόθεν ἔλαχεν καὶ παρὰ τίνων τὴν ἀρχὴν ἔλαβε, 1407. Έκδοση: Νίκος Βέης, «Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν μονῶν τῶν Μετεώρων», Βυζαντίς, 1 (1909) 276
- ※ Καὶ δὴ προσκαλεσάμενοι ὁ κὺρ Ἰωάσαφ λαμβάμονα, ἐμισθώσατο τοῦτον, ὅπως κατασκευάσει ἀνελθεῖν ἐν τῇ πλησίον τοῦ Μετεώρου πέτρα. Πυκτεύσας οὖν πλεῖστα, μόλις Θεοῦ βοηθείας, ἀνῆλθεν· ἔτη ἀπὸ κτίσεως κόσμου ͵ςωϟηʹ. Ἔκτοτε οὖν, μετεκομίσατο τὰς ἐκεῖσε χρείας, καὶ ἀναρτήσας κλίμακα, καὶ καλῳδίοις σκευασάμενος, ἀνήγαγεν τὴν παρακομιδήν. Εἴτα καὶ κατοικίαν ἐδείματο τὴν ἀρκοῦσαν·
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κατασκεύασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σις (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)