κατασκοτώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασκοτώνω < μεσαιωνική ελληνική κατασκοτώνω < κατά + σκοτώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
κατασκοτώνω (παθητική φωνή: κατασκοτώνομαι)
- χτυπώ άσχημα ή πολύ κάποιον
- παθητική φωνή κατασκοτώνομαι: (μεταφορικά) κατακουράζομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κατασκοτωμένος
- → δείτε τις λέξεις κατά και σκοτώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασκοτώνω | κατασκότωνα | θα κατασκοτώνω | να κατασκοτώνω | κατασκοτώνοντας | |
β' ενικ. | κατασκοτώνεις | κατασκότωνες | θα κατασκοτώνεις | να κατασκοτώνεις | κατασκότωνε | |
γ' ενικ. | κατασκοτώνει | κατασκότωνε | θα κατασκοτώνει | να κατασκοτώνει | ||
α' πληθ. | κατασκοτώνουμε | κατασκοτώναμε | θα κατασκοτώνουμε | να κατασκοτώνουμε | ||
β' πληθ. | κατασκοτώνετε | κατασκοτώνατε | θα κατασκοτώνετε | να κατασκοτώνετε | κατασκοτώνετε | |
γ' πληθ. | κατασκοτώνουν(ε) | κατασκότωναν κατασκοτώναν(ε) |
θα κατασκοτώνουν(ε) | να κατασκοτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασκότωσα | θα κατασκοτώσω | να κατασκοτώσω | κατασκοτώσει | ||
β' ενικ. | κατασκότωσες | θα κατασκοτώσεις | να κατασκοτώσεις | κατασκότωσε | ||
γ' ενικ. | κατασκότωσε | θα κατασκοτώσει | να κατασκοτώσει | |||
α' πληθ. | κατασκοτώσαμε | θα κατασκοτώσουμε | να κατασκοτώσουμε | |||
β' πληθ. | κατασκοτώσατε | θα κατασκοτώσετε | να κατασκοτώσετε | κατασκοτώστε | ||
γ' πληθ. | κατασκότωσαν κατασκοτώσαν(ε) |
θα κατασκοτώσουν(ε) | να κατασκοτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατασκοτώσει | είχα κατασκοτώσει | θα έχω κατασκοτώσει | να έχω κατασκοτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατασκοτώσει | είχες κατασκοτώσει | θα έχεις κατασκοτώσει | να έχεις κατασκοτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατασκοτώσει | είχε κατασκοτώσει | θα έχει κατασκοτώσει | να έχει κατασκοτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασκοτώσει | είχαμε κατασκοτώσει | θα έχουμε κατασκοτώσει | να έχουμε κατασκοτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατασκοτώσει | είχατε κατασκοτώσει | θα έχετε κατασκοτώσει | να έχετε κατασκοτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασκοτώσει | είχαν κατασκοτώσει | θα έχουν κατασκοτώσει | να έχουν κατασκοτώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασκοτώνω
|