κατασκοτώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατασκοτώνω < μεσαιωνική ελληνική κατασκοτώνω < κατά + σκοτώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

κατασκοτώνω (παθητική φωνή: κατασκοτώνομαι)

  1. χτυπώ άσχημα ή πολύ κάποιον
  2. παθητική φωνή κατασκοτώνομαι: (μεταφορικά) κατακουράζομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]