κατασπιλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατασπιλώνω < μεσαιωνική ελληνική κατασπιλώνω < ελληνιστική κοινή κατασπιλόω / κατασπιλῶ < αρχαία ελληνική σπίλος

Ρήμα[επεξεργασία]

κατασπιλώνω (παθητική φωνή: κατασπιλώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]