καταστατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταστατικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
καταστατικός
- αυτός που αναφέρεται σε μια κατάσταση
- αυτός που ρυθμίζει μια κατάσταση, συνήθως δια της επιβολής κανόνων λειτουργίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- καταστατικός χάρτης : το σύνταγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταστατικός
|