καταστιχογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταστιχογράφος αρσενικό
- (παρωχημένο, λογιστική) που κρατά κι ενημερώνει τα κατάστιχα
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταστιχογράφος