καταστολέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταστολέας οι καταστολείς
      γενική του καταστολέα των καταστολέων
    αιτιατική τον καταστολέα τους καταστολείς
     κλητική καταστολέα καταστολείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταστολέας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καταστολεύς < καταστολ(ή) + (-εύς) -έας < αρχαία ελληνική καταστέλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταστολέας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]