Μετάβαση στο περιεχόμενο

καταστρέψω

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταστρέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταστρέφω
  2. θα καταστρέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταστρέφω