καταστρατηγήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καταστρατηγήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταστρατηγώ
- θα καταστρατηγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταστρατηγώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
καταστρατηγήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταστρατήγηση