καταστρωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταστρωμένος η καταστρωμένη το καταστρωμένο
      γενική του καταστρωμένου της καταστρωμένης του καταστρωμένου
    αιτιατική τον καταστρωμένο την καταστρωμένη το καταστρωμένο
     κλητική καταστρωμένε καταστρωμένη καταστρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταστρωμένοι οι καταστρωμένες τα καταστρωμένα
      γενική των καταστρωμένων των καταστρωμένων των καταστρωμένων
    αιτιατική τους καταστρωμένους τις καταστρωμένες τα καταστρωμένα
     κλητική καταστρωμένοι καταστρωμένες καταστρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταστρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταστρώνω

Επίθετο[επεξεργασία]

καταστρωμένος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]