κατασυγκινημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασυγκινημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατασυγκινώ
Μετοχή[επεξεργασία]
κατασυγκινημένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κατασυγκινώ και συγκινώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασυγκινημένος
|