κατασυκοφαντώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατασυκοφαντώ < ελληνιστική κοινή κατασυκοφαντέω / κατασυκοφαντῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

κατασυκοφαντώ (παθητική φωνή: κατασυκοφαντούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]