κατασυντρίβω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατασυντρίβω < μεσαιωνική ελληνική κατασυντρίβω < κατά + αρχαία ελληνική συντρίβω
Ρήμα
[επεξεργασία]κατασυντρίβω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατασυντρίβω
|