κατασφάλιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατασφάλιση | οι | κατασφαλίσεις |
γενική | της | κατασφάλισης* | των | κατασφαλίσεων |
αιτιατική | την | κατασφάλιση | τις | κατασφαλίσεις |
κλητική | κατασφάλιση | κατασφαλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατασφαλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατασφάλιση < κατασφαλίζω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατασφάλιση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατασφαλίζω
- ※ O ατομοκεντρισμός φανερώνει δέσμευση στον πρωτογονισμό των ενστικτωδών ενορμήσεων, κυρίαρχη την ανάγκη κατασφάλισης (αυτοσυντήρησης – κυριαρχίας – ηδονής) του εγωτικού υποκειμένου, άρα πρωτεύουσα τη χρησιμότητα – ωφελιμότητα. O κοινωνιοκεντρισμός, αντίθετα, δηλώνει δυναμική ελευθερίας από το ένστικτο, προτεραιότητα της αυθυπέρβασης, της μετοχής, της προσφοράς, της αμοιβαιότητας. (εφ. Καθημερινή, 15.08.2016)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατασφάλιση
|