κατασφαλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασφαλίζω < ελληνιστική κοινή κατασφαλίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
κατασφαλίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασφαλίζω | κατασφάλιζα | θα κατασφαλίζω | να κατασφαλίζω | κατασφαλίζοντας | |
β' ενικ. | κατασφαλίζεις | κατασφάλιζες | θα κατασφαλίζεις | να κατασφαλίζεις | κατασφάλιζε | |
γ' ενικ. | κατασφαλίζει | κατασφάλιζε | θα κατασφαλίζει | να κατασφαλίζει | ||
α' πληθ. | κατασφαλίζουμε | κατασφαλίζαμε | θα κατασφαλίζουμε | να κατασφαλίζουμε | ||
β' πληθ. | κατασφαλίζετε | κατασφαλίζατε | θα κατασφαλίζετε | να κατασφαλίζετε | κατασφαλίζετε | |
γ' πληθ. | κατασφαλίζουν(ε) | κατασφάλιζαν κατασφαλίζαν(ε) |
θα κατασφαλίζουν(ε) | να κατασφαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασφάλισα | θα κατασφαλίσω | να κατασφαλίσω | κατασφαλίσει | ||
β' ενικ. | κατασφάλισες | θα κατασφαλίσεις | να κατασφαλίσεις | κατασφάλισε | ||
γ' ενικ. | κατασφάλισε | θα κατασφαλίσει | να κατασφαλίσει | |||
α' πληθ. | κατασφαλίσαμε | θα κατασφαλίσουμε | να κατασφαλίσουμε | |||
β' πληθ. | κατασφαλίσατε | θα κατασφαλίσετε | να κατασφαλίσετε | κατασφαλίστε | ||
γ' πληθ. | κατασφάλισαν κατασφαλίσαν(ε) |
θα κατασφαλίσουν(ε) | να κατασφαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατασφαλίσει | είχα κατασφαλίσει | θα έχω κατασφαλίσει | να έχω κατασφαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατασφαλίσει | είχες κατασφαλίσει | θα έχεις κατασφαλίσει | να έχεις κατασφαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατασφαλίσει | είχε κατασφαλίσει | θα έχει κατασφαλίσει | να έχει κατασφαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασφαλίσει | είχαμε κατασφαλίσει | θα έχουμε κατασφαλίσει | να έχουμε κατασφαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατασφαλίσει | είχατε κατασφαλίσει | θα έχετε κατασφαλίσει | να έχετε κατασφαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασφαλίσει | είχαν κατασφαλίσει | θα έχουν κατασφαλίσει | να έχουν κατασφαλίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασφαλίζω
|